-
1 επαποστελλω
1) посылать вслед или вдогонку(γράμματά τινι Polyb.)
2) посылать взамен, для замены(ἕτερον στρατηγόν Polyb.)
3) посылать против (кого-л.)(ἐνίους ἐπαποστέλλων ἐδολοφόνησε Polyb.)
См. также в других словарях:
επαποστέλλω — ἐπαποστέλλω (Α) 1. αποστέλλω κατόπιν, στέλνω μετά από άλλον («ἐπαποστεῑλαι στρατηγὸν ἕτερον», Πολ.) 2. στέλνω εναντίον κάποιου («ἐνίους δ ἐπί τῶν ἀγρῶν... ἐπαποστέλλων ἐδολοφόνησε», Πολ.) … Dictionary of Greek